σπαθαρίκιον

σπαθαρίκιον
το, Μ
(στο Βυζάντιο)
1. τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι σπαθάριοι
2. οίκημα στη βασιλική αυλή στο οποίο διέμεναν οι σπαθάριοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθάριος + κατάλ. -ίκιον (< λατ. κατάλ. -icium), πρβλ. σιλεντιαρ-ίκιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”